ελληνορρωμαϊκός

ελληνορρωμαϊκός
η , ό[ν] греко-римский;

ελληνορρωμαϊκή πάλη — спорт. классическая борьба


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ελληνορρωμαϊκός" в других словарях:

  • ελληνορρωμαϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Ρωμαίους («ελληνορρωμαϊκός πολιτισμός») 2. αυτός που διατηρεί στοιχεία από την παράδοση τών Ελλήνων και τών Ρωμαίων («ελληνορρωμαϊκή πάλη») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»